Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Ευριπίδου ‘Ικέτιδες’ και Δημοκρατία

Από την παράσταση Ικέτιδες του Ευριπίδη το 1966 στην Επίδαυρο. Η Αλέκα Κατσέλη ως Αίθρα στο κέντρο και γύρω της ο Χορός.

Ο Ευριπίδης ήταν ο νεότερος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας. Έζησε και ανδρώθηκε στην ακμή της κλασικής Αθήνας, στον αιώνα του Περικλή, και υπήρξε πολυδιάστατος, αφού εκτός από τη συγγραφή των έργων του ασχολήθηκε με τη μουσική, την ποίηση, την ζωγραφική αλλά και με τη φιλοσοφία.

Στο έργο του, Ικέτιδες, που γράφτηκε μεταξύ του 424 και 421αι. π.Χ, αναφέρεται στις απαρχές του Πελοποννησιακού πολέμου και ειδικότερα, στον Αρχιδάμειο πόλεμο. Το θέμα της τραγωδίας ανάγεται στο Θηβαϊκό κύκλο. Κεντρικός χαρακτήρας  είναι η μητέρα του βασιλιά της Αθήνας Θησέα, η Αίθρα, η οποία βρίσκεται στην Ελευσίνα, τον τόπο που διαδραματίζονται τα γεγονότα του έργου, με σκοπό να πραγματοποιήσει θυσία στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης. Περιβάλλεται από τον χορό, τις μητέρες των Αργείων στρατηγών, των οποίων τα άψυχα σώματα κείτονται άταφα στο πεδίο της μάχης του Δηλίου.

Σύμφωνα με το μύθο, οι δύο γιοί του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, Ετεοκλής και Πολυνείκης, είχαν συμφωνήσει να κυβερνούν εκ περιτροπής το βασίλειο της Θήβας. Αιτία του πολέμου ήταν η άρνηση του Ετεοκλή να παραδώσει το θρόνο στον αδερφό του. Έτσι, ο Πολυνείκης με σύμμαχο τον πεθερό του και βασιλιά του Άργους Άδραστο, τον Καλυδώνιο Τυδέα και τέσσερις ακόμη Αργείους στρατηγούς, εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας. Η έκβαση της πολεμικής σύγκρουσης ήταν νικηφόρα για τους Θηβαίους, αλλά πλέον και οι δύο διεκδικητές του θρόνου είχαν χάσει τη ζωή τους. Η ανάρρηση στο θρόνο γίνεται από το θείο τους Κρέοντα, ο οποίος αρνείται να αποδώσει στους Αργείους τις σωρούς των νεκρών στρατηγών, με το αιτιολογικό ότι οι εισβολείς δε σεβάστηκαν τα θρησκευτικά μνημεία των Θηβών, ως όφειλαν.

Ανάμεσα στις μητέρες και τους γιους των νεκρών βρίσκεται και ο Άδραστος, ο μοναδικός επιζών της εκστρατείας. Θρηνώντας παρακαλεί την Αίθρα να μεσολαβήσει στο γιο της Θησέα, για την επανάκτηση των σωρών, είτε ειρηνικά, είτε με τη χρήση βίας. Κάνει επίκληση στο συναίσθημα αναφέροντας τα κοινά της χαρακτηριστικά με τις μητέρες των νεκρών (μητρική αγάπη, ηλικία). Στον αντίποδα, εκείνες απειλούν ότι δε θα την αφήσουν να πραγματοποιήσει τη θυσία της στη Δήμητρα για καλή σοδειά. Ο Ευριπίδης, από τους πρώτους στίχους του έργου, κάνει εμφανή το σπουδαίο ρόλο του χορού. Ο χορός δεν παρακαλεί, αλλά απαιτεί.

Έτσι η βασιλομήτωρ πεπεισμένη, στέλνει κήρυκα στο Θησέα υπενθυμίζοντας του το ιερό δικαίωμα των πολιτών στις νεκρικές τιμές, στην καύση και την ταφή. Ο Θησέας έχει ενδοιασμούς στο να παρέχει βοήθεια, αφενός ψέγει τον Άδραστο για τη λανθασμένη και άδικη απόφασή του να εκστρατεύσει εναντίον της Θήβας, αφετέρου ο επαναπατρισμός των σωρών και η απόδοση τιμών, απαιτείται από τον πανάρχαιο πανελλήνιο νόμο και από την ίδια την Αθήνα, ως προστάτιδα θεά. Για το λόγο τούτο θέτει το θέμα υπό την ετυμηγορία του Αθηναϊκού λαού, όπως υπαγορεύει το δημοκρατικό πολίτευμα.

Έχοντας την έγκριση του λαού, ο Θησέας ετοιμάζεται να στείλει κήρυκα στη Θήβα με διπλό μήνυμα. Ζητά την ειρηνική παράδοση των νεκρών ειδάλλως, σε μη συμμόρφωση της Θήβας, θα κινηθεί στρατιωτικά εναντίον της. Κήρυκας από τη Θήβα προλαβαίνει τις εξελίξεις, καταφθάνει στην Αθήνα με μήνυμα από τον Κρέοντα και απαιτεί να δει το δυνάστη της πόλης.

Ο αντίλογος μεταξύ του Θησέα και του κήρυκα καταλήγει σε έναν αγώνα λόγου, ουσιαστικά σε έναν αγώνα δημοκρατίας εναντίον τυραννίδας. Απηχεί το γενικότερο προβληματισμό που υπήρχε μεταξύ λογίων σοφιστών και φιλοσόφων περί του ιδανικού πολιτεύματος. Μόνο στην κλασική Αθήνα μπορούσαν να αναπτύσσονται τέτοιες προβληματικές για την πολιτική θεωρία. Σοφιστές, ιστορικοί και στοχαστές όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ιππόδαμος, ο Ισοκράτης, καθώς και οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης ανέπτυξαν τις δικές τους θεωρίες για το ιδανικό πολίτευμα.

Γνωρίζοντας ότι εισέρχεται σε δημοκρατική πόλη ο κήρυκας, δε διστάζει να γίνει εριστικός προς το συνομιλητή του, όταν ζητά το «δυνάστη» της Αθήνας. Ανταπαντώντας ο Θησέας γίνεται με τη σειρά του εριστικός απέναντι στον κήρυκα, τον ειρωνεύεται για το θράσος του, αναγνωρίζοντάς του όμως το δικαίωμα στον ελεύθερο και δημοκρατικό διάλογο.

Η παράσταση Ικέτιδες του Ευριπίδη, στις 8 Αυγούστου 1984 στο Θέατρο Λυκαβηττού.

Ο Θηβαίος κήρυκας δίνει το έναυσμα για να ξεκινήσει η αντιλογία. Ο Θησέας τον διορθώνει λέγοντάς του ότι ήρθε σε ελεύθερη πόλη, ότι η εξουσία ανήκει σε πολλούς και όχι σε έναν. Στην Αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αι. η εκκλησία του δήμου είχε τον πρώτο λόγο στη λήψη αποφάσεων. Ο Θησέας μιλώντας για εναλλαγή των αξιωμάτων, εννοεί τη βουλή των πεντακοσίων* επαινώντας παράλληλα το Αθηναϊκό πολίτευμα και εκθειάζοντας την ισότητα μεταξύ των πολιτών.

*ελεγκτικό και συμβουλευτικό σώμα, με γενικότερο συντονισμό της πόλης-κράτους και γνώση όλων των εσωτερικών θεμάτων). Ο κάθε Αθηναίος πολίτης μπορούσε να είναι μέλος της. Η συνεδρίασή της ήταν μια καθημερινή διαδικασία που απέτρεπε τη μονοπώληση της εξουσίας και προωθούσε τη διαφάνεια.

Ο κήρυκας δεν απαντά ευθέως στην τοποθέτηση του Θησέα, αλλά αναφέρει τα πλεονεκτήματα του δικού του πολιτεύματος, μεμφόμενος παράλληλα τη δημοκρατία, κάνοντας ξεκάθαρη μέσα από τα λόγια του την τοποθέτηση του Ευριπίδη* επί του θέματος.

*Αν και στον προσωπικό του βίο δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την πολιτική ζωή της Αθήνας, όπως οι πρόδρομοί του τραγικοί, εντούτοις στα έργα του εκφράζει ξεκάθαρα τη δική του γνώμη για τα αρνητικά που επισημαίνει στο πολίτευμα.

Ο Πρωταγόρας (π. 490 – π. 420 π.Χ.), από τα Άβδηρα της Θράκης, ήταν σημαντικός φιλόσοφος της αρχαιότητας. Υπήρξε σύγχρονος του Δημόκριτου, από τα Άβδηρα επίσης, κορυφαίος μεταξύ των σοφιστών και ο ιδρυτής της σοφιστικής κίνησης. Ως δάσκαλος ταξίδεψε σε πολλές ελληνικές πόλεις. Επισκεπτόταν συχνά την Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον Περικλή και άλλους επιφανείς Αθηναίους. Αναφέρεται πως ο Περικλής του ανέθεσε να γράψει τους νόμους για τους Θούριους, της αθηναϊκής αποικίας στην Κάτω Ιταλία που ιδρύθηκε το 444 π.Χ. στη θέση της Σύβαρης.




Κύριες πηγές για το βίο του Πρωταγόρα είναι ο ομώνυμος πλατωνικός διάλογος, οι Βίοι Φιλοσόφων του Διογένη Λαέρτιου (3ος αι. μ.Χ.) και το έργο του Σέξτου Εμπειρικού.

Έτσι, ο κήρυκας κατακρίνει την άκρατη οχλοκρατία, απαξιώνει εκείνο το λαό που συναθροίζεται χωρίς ουσία, χωρίς γνώση, χωρίς αποτέλεσμα. Επιτίθεται στο θεσμικό ρόλο του Θησέα λέγοντας ότι επικεντρώνεται στο δικό του όφελος βλάπτοντας την πόλη του. Για τον κήρυκα δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα των πολιτών αφού δε διαθέτουν όλοι τις ίδιες ικανότητες, και στην ουσία αποφασίζουν οι δημαγωγοί και όχι οι ικανοί. Πώς ο φτωχός θα συμμετέχει στα κοινά αφού προέχουν οι καθημερινές υποχρεώσεις του και η συνεχής προσπάθειά του για επιβίωση;

Ο Θησέας δεν απαντά ευθέως στα ερωτήματα που διατυπώνει ο κήρυκας, αλλά επικεντρώνεται στον έπαινο της δημοκρατίας. Στην Αθήνα η δικαιοσύνη αποτελεί βασική αξία. Αφορά όλους, πλούσιους και φτωχούς, ισχυρούς και ανίσχυρους. Σε μια πολιτικά ελεύθερη πόλη, όλοι απολαμβάνουν το δικαίωμα της ισηγορίας, το θάρρος της γνώμης τους και το δικαίωμα στη ζωή. Όποιος έχει να προτείνει οτιδήποτε για την ευημερία της πόλης, είναι ελεύθερος να το κάνει και να κερδίσει από αυτό.

Η μόρφωση και η παιδεία των νέων εγγυάται την ίδια τη δημοκρατία. Αντίθετα, στο τυραννικό καθεστώς οι νέοι θεωρούνται απειλή για την εξουσία του ενός, αποκλείονται από τα κοινά (ιδιαίτερα οι άριστοι και οι ευφυείς), και ως απειλή θανατώνονται. Ο Θησέας αναρωτιέται πως μια πόλη που θανατώνει τα παιδιά της θα μπορέσει να ευημερήσει και να γίνει ισχυρή. Και ολοκληρώνει την επίκρισή του στην τυραννία, αναφέροντας το αποτρόπαιο βασιλικό δικαίωμα στις παρθένες*, γεγονός αδιανόητο στο δημοκρατικό πολίτευμα. Έτσι τελειώνει το λόγο του έχοντας αποφύγει την ανούσια και στείρα αντιπαράθεση στην προβληματική που θέτει ο κήρυκας. Προτεραιότητά του είναι η ανάδειξη της δημοκρατίας, ως πολιτεύματος ανώτερου της μοναρχίας.

*Ο τύραννος είχε δικαίωμα να πλαγιάσει με την νεόνυμφη πριν από τον νόμιμο σύζυγο

Ο Θησέας δεν αποδέχεται το τελεσίγραφο του κήρυκα, εκστρατεύει κατά της Θήβας και ανακτά τις σωρούς των στρατηγών. Ο από μηχανής θεός (χαρακτηριστικό στοιχείο στα έργα του Ευριπίδη), εμφανίζεται με το πρόσωπο της Αθηνάς, η οποία, ανήσυχη για την αγαπημένη της πόλη, υποχρεώνει τον Άδραστο να ορκιστεί ότι δεν θα εκστρατεύσει ποτέ εναντίον της Αθήνας.

Αν και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί υπήρξαν σύγχρονοι των σοφιστών του 5ου αι., ο Ευριπίδης ήταν εκείνος που αποτύπωσε μέσα στο έργο του φιλοσοφικές αντιλήψεις, που φανέρωναν τη βαθιά επιρροή της σοφιστικής κίνησης κατά την εποχή στην οποία ανδρώθηκε. Δεν έχει διαπιστωθεί καμιά σχέση μαθητείας του Ευριπίδη, με κανέναν από τους εκπροσώπους του πνευματικού αυτού κινήματος, εντούτοις του αποδίδεται η γνωριμία με πολλούς όπως ο Αναξαγόρας, ο Πρόδικος, ο Πρωταγόρας ο οποίος εικάζεται ότι υπήρξε δάσκαλός του.

Το σοφιστικό κίνημα εμφανίστηκε περίπου στα μέσα του 5ου αι. εξαιτίας των αλλαγών στη φιλοσοφική σκέψη και των μεγάλων τομών στις ελληνικές κοινωνίες. Ειδικότερα μετά το τέλος των Μηδικών πολέμων, δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος για τη στροφή που πήρε ο φιλοσοφικός στοχασμός. Ο Πρωταγόρας ήταν μια από τις εξέχουσες μορφές της σοφιστικής κίνησης. Θεωρείται ο πρώτος που προσέφερε τις υπηρεσίες του επί πληρωμή. Έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη διδασκαλία της ρητορικής, η οποία ήταν απόλυτα συνυφασμένη με τη δημόσια ζωή στην Αθήνα του 5ου αι. Κάποιος που διέθετε το χάρισμα του λόγου μπορούσε στη δημοκρατική Αθήνα να προκαλέσει αγώνα δισσών λόγων. Οι δισσοί λόγοι γίνονταν πάντα μεταξύ ίσων.

Αυτό διαφαίνεται στην αντιλογία Θησέα-κήρυκα. Ο Θησέας παρότι βασιλιάς των Αθηνών, ακούει με προσοχή το «θνητό» κήρυκα και του δίνει τη δυνατότητα της δικής του ίσης τοποθέτησης. Η δημοκρατία θεωρείται κακό για τον κήρυκα και καλό για τον Αθηναίο βασιλιά. Από την άλλη πλευρά η τυραννία είναι κακό για το Θησέα, αλλά καλό για τον κήρυκα. Μέσα σε έναν κόσμο αντιγνωμιών, κατά τη διδασκαλία του Πρωταγόρα, υπάρχουν δύο απόψεις για το καθετί. Η καλή και η κακή. Νικητής σε αυτόν τον αγώνα λόγων δεν υπάρχει. Η αντιλογία τελειώνει, οι δυο συμμετέχοντες υποχωρούν, διατηρώντας ο καθένας τις δικές του πεποιθήσεις. Ο Ευριπίδης με το έργο του συνέβαλε τα μάλα, ώστε το αρχαίο θέατρο να διαμορφώσει έναν έντονα πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα, σε συνύπαρξη με το δημοκρατικό πολίτευμα.

Εμφανείς ομοιότητες με την τοποθέτηση του Θησέα στο διάλογό του με τον κήρυκα έχει και ο Επιτάφιος του Περικλή (απόσπασμα από την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου που έγραψε ο Θουκυδίδης). Αφορά το λόγο που εκφώνησε ο Περικλής στους Αθηναίους, για τους νεκρούς του πρώτου χρόνου του πολέμου.

Στην παράγραφο 2.37 ο Περικλής επαινεί το κράτος δικαίου και το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, το οποίο έχει επίκεντρο τον άνθρωπο και την αξία του. Εδώ βέβαια τη θέση του μοναρχικού-τυραννικού καθεστώτος της Θήβας, παίρνει το ολιγαρχικό-στρατοκρατικό πολίτευμα της Σπάρτης. Έτσι ο Περικλής αναλύοντας τα συστατικά της δημοκρατίας, μιλά για αξιοκρατία η οποία αναδεικνύει την προσωπική ικανότητα του Αθηναίου για την ανάρρησή του στα αξιώματα και όχι την κοινωνική του τάξη. Δεν υπάρχει ζήλια ή εμπάθεια, ο κάθε Αθηναίος πολίτης είναι ελεύθερος να αναπτύξει τη δική του προσωπικότητα. Ο Περικλής όπως και ο Θησέας, αναφέρει τις αξίες της αθηναϊκής Δημοκρατίας, την ισότητα, την ισονομία, την αξιοκρατία, ενώ παράλληλα επικρίνει τα πολιτεύματα με τα οποία αντιπαρατίθενται.

Το συγγραφικό έργο του Ευριπίδη υπήρξε πλούσιο και προκάλεσε πολύ θόρυβο στην εποχή του. Η επιρροή των σοφιστών υπήρξε έντονη, σε αντίθεση με τους προδρόμους του, Αισχύλο και Σοφοκλή. Η ατμόσφαιρα απογοήτευσης που έφερε ο Πελοποννησιακός πόλεμος επηρέασε τη συγγραφική του πένα. Εξέφρασε τα προβλήματα της εποχής του και δε δίστασε να διατυπώσει τη στοχευμένη κριτική του, μέσω των ηρώων του. Οι Ικέτιδες απετέλεσαν ένα πολιτικό έργο, εγκώμιο του δημοκρατικού καθεστώτος της Αθήνας, που ταυτίζει σε μεγάλο βαθμό του πρόσωπο του Θησέα, με αυτό του Περικλή. Σε μια εμπόλεμη περίοδο όπως ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η απόδοση τιμών στους νεκρούς είχε πρωταρχική σημασία στη συνείδηση των Αθηναίων.

Κείμενο: Ηλίας Π. Λασκαρίδης

Πηγές:

  • Ε. Αλεξίου, Γ. Αναστασίου, Β. Βερτουδάκης, Μ.Ι. Γιόση, Δ. Λυπουρλής, Θ.Κ. Στεφανόπουλος, Α. Τσακμάκης, Μ. Χριστόπουλος, Γράμματα 1, Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή ιστορία, τόμος Α’, Αρχαϊκή και Κλασική περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001

  • Ι. Γιαννόπουλος, Γ. Κατσιαμπούρα, Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, τόμος Β’, Σημαντικοί σταθμοί του Ελληνικού πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα 2001

  • Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μετ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη 2014, 2015

  • Albin Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τόμος Β’, μετ. Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής τραπέζης, Αθήνα 2003

  • η Πυλη για την ελληνικη γλωσσα:https://www.greek-language.gr

  • αρχειο του εθνικου θεατρου:http://www.nt-archive.gr