Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Χρήση των αρχαιοελληνικών ναών στην Τέχνη

Η Αθήνα του 1851 σε φωτογραφία του Alfred Nicolas Normand.

Το 1834 η Αθήνα ανακηρύσσεται επίσημα πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η έλευση του Όθωνα στην Αθήνα αποτυπώθηκε το1839 σε πίνακα του Peter von Hess, που ήρθε στην Ελλάδα με την εντολή να φιλοτεχνήσει έργα από την επανάσταση του 1821. Πολύ μεταγενέστερο είναι το έργο του Michelangelo Pistoletto με τίτλο: «I temp(l)i cambiano/ Οι καιροί (και οι ναοί) αλλάζουν», που φιλοτεχνήθηκε το 2009.

Παρότι το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο των δύο έργων, καθώς και τα καλλιτεχνικά κινήματα όπου ανήκουν, ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους, τα συνδέουν παρόμοιοι στόχοι. Και οι δύο ζωγράφοι χρησιμοποίησαν την ιστορικότητα των αρχαιοελληνικών ναών τη συμβολική τους αξία ως πρότυπο διαχρονικής εξέλιξης, αλλά κυρίως την αναγνωρισιμότητά τους ανά τους αιώνες, με σκοπό να αποτυπώσουν την συνέχιση της ιστορίας, από το λαμπρό αρχαίο παρελθόν στο ολοκαίνουργιο μέλλον αλλά και την αφύπνιση της υπεύθυνης σκέψης και πράξης του σύγχρονου καταναλωτή, από την αγορά και χρήση των αγαθών, στην προστασία του περιβάλλοντος στο ευαίσθητο πλαίσιο της ανακύκλωσης.

Peter von Hess: Η είσοδος του βασιλιά Όθωνα της Ελλάδος στην Αθήνα (1839), Ν. Πινακοθήκη Μονάχου

Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1830, η Ελλάδα απέκτησε και επίσημα την ανεξαρτησία της. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νεοσύστατου κράτους, ενώ οι μεγάλες δυνάμεις (Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία) αποφάσισαν ότι η μοναρχία θα ήταν το πρώτο πολίτευμα της χώρας, απόφαση που ενισχύθηκε κυρίως με την ακυβερνησία που εκδηλώθηκε στο κράτος μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη (27.9.1831).

Ο Όθωνας, πρίγκιπας της Βαυαρίας έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδος μετά την άρνηση του Λεοπόλδου του Βελγίου να αναλάβει. Καθοριστική ήταν η συμβολή του πατέρα του Όθωνα και μονάρχη της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’, λόγω των φιλελληνικών συναισθημάτων του. Τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι, ο δίκαιος αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία ξυπνά το αίσθημα φιλελληνισμού σε Ευρωπαίους και μη, περιηγητές. Όλοι αναζητούν την «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο» όπως επισημαίνει ο Γερμανός αρχαιολόγος Johann Winckelmann, σε μια αναζήτηση του διαχρονικού κλασικού στιλ.

Η ομορφιά της ελληνικής αρχαιότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην καλλιτεχνική έκφραση του κλασικισμού του 18ου αι, δημιουργεί έναν οργασμό αναζήτησης αρχαίων ευρημάτων και έργων τέχνης από ξένους περιηγητές, για λογαριασμό Ευρωπαίων ευγενών και βασιλιάδων.

Ιωάννης Καποδίστριας και Αδαμάντιος Κοραής

Σε μια προσπάθεια προστασίας του αρχαιολογικού πλούτου και ανάδειξης των αρχαίων μνημείων, ο Αδαμάντιος Κοραής είχε προτείνει το 1807, με συγκεκριμένες πρωτοποριακές για την εποχή προτάσεις, τη δημιουργία ενός μουσείου όπου θα συγκεντρωνόταν και θα καταγραφόταν κάθε μορφή αρχαιοελληνικής τέχνης. Είχε επισημάνει δε ο ίδιος ότι

«μήτε χαρίζομεν, μήτε πωλούμεν πλέον τα προγονικά κτήματα»,

με αφορμή τη λεηλασία ιστορικών χειρόγραφων στα νησιά του Αιγαίου -και ιδιαίτερα στην Πάτμο- από τον Ed. Clarke.

Στην Αθήνα με διάταγμα της Αντιβασιλείας ιδρύεται στις 3/4/1833 η Αρχαιολογική Υπηρεσία με την σημαντική συμβολή του Κυριακού Πιττάκη· συντάσσεται ο ειδικός αρχαιολογικός νόμος «περί των επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών» και ιδρύεται η Αρχαιολογική εταιρεία (1837) για την κάλυψη -με ιδιωτική πρωτοβουλία- των δαπανών των εργασιών, καθώς το κράτος αδυνατούσε να καλύψει τα υπέρογκα έξοδα ανασκαφών και συντήρησης των αρχαίων ευρημάτων.

Peter von Hess, Η είσοδος του βασιλιά Όθωνα της Ελλάδος στην Αθήνα (1839), Ν. Πινακοθήκη Μονάχου

Ο ναός παρουσιάζεται υπερμεγέθης, προβάλλοντας τον συμβολικό του χαρακτήρα καθώς από το 1834 με διάταγμα της αντιβασιλείας, είχε οριστεί «Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο», -τερματίζοντας την ως τότε λειτουργία του ως εκκλησία- για την προστασία της αρχαίας κληρονομιάς, σε αντιδιαστολή με τις λαθρανασκαφές και τη λεηλασία των αρχαιολογικών λειψάνων στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Οξύμωρο, αν σκεφτεί κανείς τη μηδενική υποδομή για αρχαιολογικές ανασκαφές στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, τις παράνομες ανασκαφές των περιηγητών και τη μεταφορά αρχαιοτήτων στην Ευρώπη· (η Αφροδίτη της Μήλου μεταφέρεται το 1820 στην Γαλλία από τον κόμη Marcellus, ανασκαφές στον ναό της Αφαίας Αθηνάς το 1811 έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά μέρους του αετώματος του ναού στο Μόναχο, κλοπή από τον λόρδο Elgin μεγάλου μέρους της ζωοφόρου του Παρθενώνα, μίας εκ των έξι Καρυάτιδων και μεταφορά τους στο Λονδίνο.)

Με την εγκαθίδρυση της Βαυαρικής μοναρχίας, η συνύπαρξη και αλληλεπίδραση των πολιτισμών των δύο λαών, έφερε σε πολλούς Γερμανούς καλλιτέχνες την επιθυμία να καταγράψουν και να δημιουργήσουν έργα με θέμα τη νεότερη Ελλάδα, συχνά επί παραγγελία.

Η επιθυμία του Λουδοβίκου Α’ να γνωρίσουν οι Βαυαροί το νέο βασίλειο με τον γιο του μονάρχη, τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία και κατ’ επέκταση τον ελληνικό πολιτισμό, έφερε τον Peter von Hess, Βαυαρό ζωγράφο ειδικευμένο σε πολεμικά θέματα, ως μέλος της συνοδείας του δεκαεπτάχρονου Όθωνα, με την εντολή να εικονογραφήσει έργα από την επανάσταση, και γενικότερα από την νεότερη ιστορία, για να διακοσμήσουν τα ανάκτορα του Μονάχου. Ένα από τα 39 έργα αυτά, ήταν και η τελετή εισόδου του νεαρού Όθωνα στην Αθήνα, στον περίβολο του ναού του Ηφαίστου (Θησείο).

Λεπτομέρεια του έργου του Von Hess

Δυσανάλογα μεγάλος -με την έννοια της συνέχειας από το μεγαλείο της Ελληνορωμαϊκής εποχής, στην προοπτική ενός νεοσύστατου κράτους αντάξιου του παρελθόντος του- ο von Hess τον αναδεικνύει στον πίνακά του ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής και διαχρονικής κληρονομιάς, προσδοκώντας τον σεβασμό των περιηγητών για τα αρχαιολογικά ευρήματα. Επικαλείται τη λαμπρότητα του αρχαίου οικοδομήματος για να αναδείξει τη μετάβαση από το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, σε ανάλογο μέλλον. Βάζει τις δύο ιστορίες (αρχαιοελληνική και νεότερη) να βαδίσουν μαζί. Παρόντα όλα τα κοινωνικά στρώματα (αγωνιστές, κλήρος, λαός) στο ιστορικό γεγονός, σ’ ένα αρμονικό πάντρεμα περιβάλλοντος και αρχαίου ναού, εκφράζουν πλήρη αποδοχή του νέου μονάρχη.

Ο πίνακας ασπάζεται την ελληνική αρχαιότητα ως πρότυπο δημοκρατικού ιδεώδους, με σαφήνεια, λιτότητα, και «υψηλό ύφος» (grand manner), όπως το ανέδειξε η ανερχόμενη γαλλική αστική τάξη κατά τον 18ο αι. Αποτελεί εξαιρετικό δείγμα νεοκλασικιστικής τεχνοτροπίας, καθώς διακρίνεται εννοιολογικά η δημοκρατία, η φιλοπατρία, η ελευθερία, η ισότητα, εκφράζοντας το αληθινό και συνοψίζοντας το αισθητικό ιδεώδες της εποχής του δημιουργού.

Michelangelo Pistoletto, I temp(l)i cambiano/Οι καιροί (και οι ναοί) αλλάζουν (2009), ECODOM

Το ιδεολογικό πρότυπο της κλασικής αρχαιότητας επιδρά όλο και λιγότερο στους καλλιτέχνες του 20ου αι. Σήμαινε πλέον μία έννοια με έντονο ακαδημαϊσμό και συγκεκριμένες δυνατότητες έκφρασης. Ήδη η εμφάνιση του ιμπρεσιονισμού στο δεύτερο μισό του 19ου αι. προκαλεί την πρώτη αντίδραση στους απαράβατους ως τότε, κανόνες της υψηλής τέχνης. Ως αντίδραση στον περιορισμό, νέες εκφραστικές τάσεις εμφανίστηκαν στην αναζήτηση νεωτερικής και πλουραλιστικής οπτικής, προκαλώντας έτσι τον «κανόνα» που αισθητικά πρέσβευε η υψηλή τέχνη και σύντομα κέρδισαν την αποδοχή και τη θέση τους στο πολιτισμικό γίγνεσθαι.

Σπουδαίο ρόλο στην κατάληξη αυτή ενείχε η συνεχής θέση και πεποίθηση των δημιουργών ότι παρά την πρωτοπορία και την καινοτομία στην έκφραση, δεν αποτελούσαν παρά συνέχεια της υψηλής τέχνης, τοποθετώντας τα έργα τους απέναντι από οποιαδήποτε μορφή μαζικής τέχνης και κουλτούρας. Τα μοντερνιστικά καλλιτεχνικά κινήματα, παρόλες τις καινοτομίες στην έκφραση, καθόριζαν πάντα τα όρια μεταξύ υψηλής και μαζικής τέχνης, ενώ ο Υπερρεαλισμός με την εμφάνισή του αγνόησε την ως τότε καλλιτεχνική πεπατημένη και την διαφορετικότητα μεταξύ υψηλής και χαμηλής τέχνης στην έκφρασή του, συνδυάζοντας προκλητικά το υψηλό με το μαζικό, αμφισβητώντας ευθέως τις έννοιες της τέχνης και της παράδοσης.

Η Μεταμοντέρνα τέχνη καθιερώθηκε ως συμφιλίωση με τις υψηλές τέχνες του παρελθόντος σε αντίθεση με το κίνημα του Μοντερνισμού, αλλά και με την προκλητική ασυνέχεια στην πολιτισμική ιεραρχία που εξέφρασε ο βασικός της πρόγονος, ο Υπερρεαλισμός.

Michelangelo Pistoletto, I temp(l)i cambiano/Οι καιροί (και οι ναοί) αλλάζουν (2009), ECODOM

Η κλασική αρχαιότητα βρίσκει και πάλι τη θέση της ως έκφραση του «υψηλού», σε συνύπαρξη με την μαζική τέχνη στο 2ο μισό του 20ου αι. Κύριο χαρακτηριστικό της, ο συνδυασμός της υψηλής τέχνης με την μαζική κουλτούρα, του παλαιού με το σύγχρονο, έτσι ώστε η πάντα συμβολική παρουσία και των δύο να είναι απόλυτα εκτεθειμένη στην κριτική του κοινού για «να εκλεπτύνει την ευαισθησία μας απέναντι στη διαφορά και να ενισχύσει την ικανότητα μας να υποφέρουμε το ασύμμετρο», όπως επισημαίνει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ. Έννοιες όπως χιούμορ, ειρωνεία, πολυπλοκότητα ανήκουν στα βασικά χαρακτηριστικά του ρεύματος. Εκφράζεται με δοκιμασμένες τεχνικές, κάνοντας επιλεκτικό συνδυασμό του παρελθόντος με το παρόν, έτσι ώστε όλες οι μορφές τέχνης του να χαρακτηρίζονται από μια συνεχή διφορούμενη κατάσταση.

Ο Michelangelo Pistoletto, από τους βασικούς εκπροσώπους και συνιδρυτές της Arte Povera, έχει την πεποίθηση ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να αλλάζει τα πάντα, να διαμορφώνει απόψεις και συνειδήσεις, και να περνά στον θεατή μηνύματα ελευθερίας της σκέψης και υπευθυνότητας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.

Το γλυπτό του Pistoletto βρίσκεται πάνω σε τρίγωνη βάση που ενέχει τον ρόλο ζυγού, για να συμβολίσει την αέναη προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ της ευρείας κατανάλωσης και της υπεύθυνης στάσης για την προστασία του περιβάλλοντος, συμβολίζοντας ενδεχομένως τη μετάβαση από την εποχή της τεχνολογικής εξέλιξης στην εποχή της ανακύκλωσης.

Προσπαθεί μέσω της τέχνης του να προβληματίσει και να αναδιαμορφώσει την κοινή γνώμη, συμπράττοντας με δημιουργικούς συνεργάτες όπως την ECODOM, μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές κοινοπραξίες ανακύκλωσης οικιακών συσκευών με έδρα την Ιταλία και κεντρικό της σύνθημα, «η ανακύκλωση είναι μεταμόρφωση, τίποτε δεν καταστρέφεται τα πάντα μετατρέπονται».

Το 2009 ο Pistoletto χρησιμοποιώντας ευτελή υλικά (κάδους πλυντηρίων για τους κίονες του ‘ναού’ και πηνία ψυγείων για το αέτωμα) απεικονίζει την πρόσοψη ενός αρχαιοελληνικού ναού.

Με την ιστορικότητα του ο αρχαίος ναός προσδίδει στο γλυπτό διαχρονική αξία, δίνοντας παράλληλα νέα χρησιμότητα στα μέχρι πρότινος άχρηστα υλικά από τα οποία αποτελείται. Χρησιμοποιείται ως πρότυπο αιώνιας αναγνωρισιμότητας και αξίας, για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού για την προστασία του περιβάλλοντος και προβάλλει με τον πλέον κατανοητό τρόπο την δραστηριότητα της κοινοπραξίας στη συγκέντρωση των υλικών προς ανακύκλωση, έτσι ώστε να επανενταχθούν ξανά στον κύκλο παραγωγής και να αποδοθούν στην κοινωνία με νέα πλέον χρησιμότητα.

Άλλαξε την κατασκευαστική δομή του αρχαίου ναού αφήνοντας τη μορφή του αναλλοίωτη, χωρίς να αγγίξει τίποτε από τη διαχρονικότητα και την οικουμενικότητα που συμβολίζει, με σκοπό να τονίσει τη μετατροπή των άχρηστων υλικών σε χρήσιμα και με ίσως περισσότερη διάρκεια ζωής -κι εδώ είναι σημαντικός ο συμβολισμός του ναού-  από την αρχική τους χρήση.

Κείμενο: Ηλίας Π. Λασκαρίδης

Πηγεσ:

  • Κασιμάτη, Μ.Ζ. (επιμ.), 2000. Αθήνα-Μόναχο. Τέχνη και πολιτισμός στη νέα Ελλάδα, Εκδ. Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθηνα.

  • Ι .Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ.Πασχαλίδης, Κ. Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

  • Α. Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, διατριβή επί διδακτορία, Φιλοσοφική σχολή ΑΠΘ, Αθήνα 1977.

  • https://www.mbnews.it/2015/10/i-templi-cambiano-in-villa-reale-lopera-di-pistoletto-foto/

  • https://el.wikipedia.org/

  • http://www.greek-language.gr/

  • http://www.artmag.gr/

  • https://www.mixanitouxronou.com.cy

  • https://www.onassis.org

  • https://stelline.it/en/node/3245

  • http://www.ecodom-consorzio.it/en/