Μνήμες Ελληνισμού

View Original

O Τυφώνας, γιος της Γαίας και τρόμος των θεών

Όταν οι ολύμπιοι θεοί εξόντωσαν τους Γίγαντες, η μητέρα τους η Γαία, τυφλωμένη από πόνο, αγανάκτηση και οργή, έσμιξε με τον γιο της Τάρταρο (κατ’ άλλη εκδοχή με τον Ουρανό), και από την ένωση αυτή γεννήθηκε στην Κιλικία, ο Τυφών (ή Τυφάων ή Τυφωεύς) που ο όγκος και η δύναμή του ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτά των άλλων παιδιών της Γαίας.

Σύμφωνα με την εκδοχή του Ομήρου που συνδέει τη διαταραχή των καιρικών συνθηκών με τον μύθο (Ύμνος εις Απόλλωνα Πύθιον στιχ.305), η γέννηση του Τυφώνα πραγματοποιήθηκε με άλλον τρόπο:

Η Γαία προκειμένου να εκδικηθεί για τον θάνατο των παιδιών της, έσπειρε τη διχόνοια ανάμεσα στον Δία και την Ήρα που ζήτησε τη συμβουλή του Κρόνου για να τιμωρήσει τον Δία.

Ο Κρόνος θέλοντας να εκδικηθεί και ο ίδιος τον Δία για τη χαμένη βασιλεία του, της έδωσε δυο αυγά ποτισμένα με το σπέρμα του και της είπε να τα θάψει στη γη, ώστε να γεννηθεί απ’ αυτά αυτός που θα εκθρονίσει τον Δία. Η Ήρα τα έθαψε στο Αρίμαιον όρος της Κιλικίας και σε λίγο καιρό απ’ τα αυγά γεννήθηκε ο Τυφώνας.

Επρόκειτο για ένα γιγαντιαίο ον, μεγαλύτερο από τα βουνά που το κεφάλι του ακουμπούσε στα αστέρια. Τα απλωμένα χέρια του μπορούσαν να φτάσουν την Ανατολή και τη Δύση ταυτόχρονα ενώ στους ώμους του στηρίζονταν κεφάλια από εκατό δράκους που τα μάτια και το στόμα τους έβγαζαν φωτιές, απόκοσμα ουρλιαχτά και συριγμούς.

Τα πλούσια μαλλιά και τα γένια του κατέληγαν σε αιχμηρές άκρες, και ο κορμός του έμοιαζε με τον ανθρώπινο, όμως καλύπτονταν από φτερά και κατέληγε σε πολλές ουρές γιγαντιαίων φιδιών.

Ο Τυφώνας μεγάλωσε στο Τυφώνειον Ἄντρον στην Κιλικία (Ἀπολλόδωρος Α΄ κεφ.στ΄. παράγρ. 3, Ἡσιόδου Θεογονία 823), το οποίο είχε μολυνθεί τόσο απ’ τον φαρμακερό Τυφώνα όποιο ζώο έμπαινε μέσα, πέθαινε μετά από λίγο.

Μεγαλώνοντας, ο Τυφώνας, με την παρότρυνση της Γαίας, αποφάσισε να εκδικηθεί τους θεούς για την εξόντωση των Γιγάντων, κι έτσι επιτέθηκε εναντίον του Ολύμπου εκσφενδονίζοντας τεράστιους όγκους βράχων με απίστευτο μένος.

Οι θεοί προσπαθούσαν να γλυτώσουν απ’ τη μανία του Τυφώνα με όποιον τρόπο μπορούσαν. Ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κριό, ο Απόλλων σε γεράκι, ο Ερμής έγινε υδρόβιο πτηνό, ο Άρης και η Άρτεμις έγιναν ψάρια, ο Διόνυσος, τράγος και οι υπόλοιποι θεοί σε διάφορα άλλα ζώα και έφυγαν εσπευσμένα με κατεύθυνση προς την Αίγυπτο.

Όλοι εκτός από τη θεά Αθηνά, που έμεινε και αντιστάθηκε κατηγορώντας κυρίως τον Δία, για τη δειλία του. Θιγμένος τότε ο Δίας επέστρεψε και αντιμετώπισε τον Τυφώνα με τους κεραυνούς του, ώσπου τον ανάγκασε να οπισθοχωρήσει και να φθάσει στο Κάσιον όρος (σημερινή Συρία).

Εκεί έλαβε χώρα η μεγάλη μάχη, ανάμεσα στους δύο, στην οποία ο Τυφώνας ακινητοποίησε τον Δία και του πήρε τους κεραυνούς. Έπειτα με την οδοντωτή άρπη (δρεπάνι) με την οποία ο Κρόνος είχε ακρωτηριάσει τον Ουρανό, ο Τυφώνας έκοψε τους τένοντες των χεριών και των ποδιών του Δία.

Ικανοποιημένος πια ο Τυφώνας παρέδωσε τον Δία και τα όπλα του στην αδελφή του την Δράκαινα Δελφύνη (μισή κορίτσι, μισή θηρίο) με εντολή να φυλάξει τον αιχμάλωτο και τους κομμένους του τένοντες στο Κωρύκιο Άντρο στην Κιλικία (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, την φύλαξη ανέλαβε ο αδελφό του Τυφώνα, ο Πύθωνας).

Όμως ο Ερμής και ο Πάνας, έσπευσαν προς βοήθεια του πατέρα των θεών, έκλεψαν τους κομμένους τένοντες και τους έβαλαν πάλι στο σώμα του Δία που ανέκτησε τις δυνάμεις του και εφοδιάστηκε με νέους κεραυνούς απ’ τον Όλυμπο.

Στο πλευρό του είχε και τις Μοίρες που εξαπάτησαν τον Τυφώνα δίνοντας να φάει καρπούς που τον εξασθένησαν και η νέα μάχη έλαβε χώρα στο όρος Αίμος στη Θράκη, (που πήρε το όνομά του απ’ τους τόνους αίματος του Τυφώνα που χύθηκαν εκεί.

Ο Τυφώνας εκσφενδόνισε βουνά ολόκληρα κατά του αντιπάλου του, και ο Δία τον καταδίωκε κεραυνοβολώντας τον ασταμάτητα, ώσπου ο Τυφώνας αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σικελία και να πέσει στη θάλασσα για να ανακουφιστεί απ’ τα εγκαύματα που του είχαν προκαλέσει οι κεραυνοί.

Εκεί ήρθε και το τέλος του, αφού η προσπάθειά του να καταπλακώσει τον Δία με το όρος Αίτνα, στράφηκε εναντίον του και βρέθηκε ο ίδιος καταπλακωμένος απ’ το όρος αυτό. Εγκλωβισμένος έκτοτε από τον Δία στα έγκατα της γης, με φύλακα τον Ήφαιστο, κατά καιρούς εκβάλλονται “κραυγές” και φλόγες που διατηρούν το ηφαίστειο ενεργό.

Με την εκδοχή αυτή συμφωνεί και ο Πίνδαρος, ενώ σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Τυφώνας αλυσοδέθηκε στη χώρα των Αρίμων (Κιλικία-Φρυγία).

Σύμφωνα με τον Ησίοδο ο Τυφώνας αποτελούσε επίσης την προσωποποίηση των ηφαιστειακών εκρήξεων, όμως η μορφή του τελικά ταυτίστηκε με το γνωστό μετεωρολογικό φαινόμενο μέσω της μυθολογικής έκφρασης, κατ΄ εικόνα, κίνηση και καταστροφή, καθώς ανασηκώνεται από τη Γη, στροβιλίζεται σαν φίδι και με τα μαύρα “κεφάλια” του (σύννεφα) απλώνεται και καλύπτει τον ουρανό.

Ο Τυφώνας πριν τον εγκλεισμό του είχε αποκτήσει παιδιά με την Έχιδνα αλλά και με την Αφροδίτη, ενώ μεταξύ των απογόνων του που ήταν κυρίως μυθικά τέρατα, ήταν ο Κέρβερος, η Χίμαιρα, η Σφίγγα, η Λερναία Ύδρα, η Πανδώρα, ο Εωσφόρος, η Αστάρτη και πολλά άλλα (κατά κανόνα τερατώδη) πλάσματα της μυθολογίας.

Ο νικημένος Τυφώνας, όμως εκτός από πατέρας των θυελλωδών ανέμων που σάρωναν στο πέρασμά τους τα έργα του ανθρώπου στη γη και στη θάλασσα, ήταν και ο πατέρας των ευνοϊκών ανέμων που φούσκωναν τα πανιά των Ελλήνων βοηθώντας τους να φτάσουν γρηγορότερα στον προορισμό τους.

Παράλληλα τους δρόσιζε τις καυτές μέρες του καλοκαιριού, ενώ ο γνωστός μας κυρίως από την Οδύσσεια, Αίολος, ήταν ο διορισμένος από τον Δία διαχειριστής των ανέμων αυτών.

Απεικονίσεις του Τυφώνα και της μάχης του με τον Δία υπάρχουν πολλές στην αρχαιοελληνική τέχνη καθώς και σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Μία απ’ τις γνωστότερες, είναι ο Τρισώματος Τυφών, το αρχαίο αττικό γλυπτό του συμπλέγματος που υπήρχε στο αέτωμα του Παρθενώνα.

Το γλυπτό αυτό βρέθηκε κατά τις ανασκαφές στην Ακρόπολη το 1888 και σήμερα φυλάσσεται στην Αθήνα, στο μουσείο της Ακρόπολης.

Σύμφωνα με περιγραφή του Ευριπίδη, το γλυπτό παριστάνει τον Τυφώνα με φιδίσια ουρά και τρία φτερωτά ανθρώπινα σώματα και ήταν τοποθετημένο στην δεξιά πτέρυγα του αετώματος του αρχαίου ναού της Ακρόπολης καταλαμβάνοντας μήκος 3,35 μέτρων και ύψος 0,79.

Τα τρία σώματα σέρνονται στη γη με τεταμένους τους θώρακές τους, κρατώντας ανεξήγητα αντικείμενα, τα τρία κεφάλια στολίζουν πλούσια μαλλιά και έχουν κομψή και μακριά γενειάδα, ενώ η κουλουριασμένη ουρά χάνεται στο βάθος. Πριν ο χρόνος να ξεθωριάσει το γλυπτό, τα χρώματά του είχαν έντονες αντιθέσεις προκειμένου να τονίσουν τον κίνδυνο που ελλόχευε η μορφή του Τυφώνα, ενώ η ουρά ήταν θωρακισμένη με λέπια.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Lutz Käppel: Typhoeus, Typhon. In: Der Neue Pauly (DNP). Band 12, Metzler, Stuttgart 1996–2003.

  • O. Touchefeu-Meynier, I. Krauskopf: Typhon. In: Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae (LIMC). Band VIII, Zürich/München1997.

  • Βικιπαίδεια (https://el.wikipedia.org)

  •  Internet Archive - https://archive.org (Μνημεία της Ελλάδος, Κατάλογος του Μουσείου της Ακροπόλεως, Το Μουσείο Ακροπόλεως)

  • 24 Media (www.news247.gr)

  • Ιστολόγιο “Ελλάς Αιώνιον, Αθάνατον Αδέσμευτον Πνεύμα” (sxolianews.blogspot.com)

  • Ιστοσελίδα “Αρχαία Ελλάδα” (archaia-ellada.blogspot.com)

  • Ηλεκτρονικό περιοδικό “Αρχαιολογία και Τέχνες” (www.archaiologia.gr)