Ο ερωτευμένος Κύκλωπας του Θεόκριτου
Έτσι περνούσεν εύκολα τον πόνο της καρδιάς του
κι ο Κυκλομάτης ο παλιός Πολύφημος εκείνος,
όταν με τη Γαλάτεια βρέθηκ᾽ ερωτευμένος
τότε που πρωτοχνούδωναν τα πρώτα του γενάκια.Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα
μα᾽τανε τρέλ᾽ αληθινή, κι έξω απ᾽ τον έρωτά του
τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε.
Πολλές φορές εγύριζαν απ᾽ τα χλωρά λιβάδια
δίχως αυτόν τα πρόβατα κι έρημα στο μαντρί των·
κι εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας
στα φύκια της ακρογιαλιάς απ᾽ την αυγή ως το βράδυ, ένοιωθε πόνο στην καρδιά κι έλιων᾽ από τον πόνο.
Ο Κύκλωπας Πολύφημος, απετέλεσε ένα από τα γνωστότερα μυθικά πλάσματα, της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, εξαιτίας της αναμέτρησής του με τον Οδυσσέα, στο ομώνυμο ομηρικό έπος. Ο χαρακτήρας αυτός, απασχόλησε και τη μεταγενέστερη λογοτεχνική δημιουργία, προκαλώντας το ενδιαφέρον και του ποιητή Θεόκριτου, ο οποίος ζώντας στην ακμή της ελληνιστικής εποχής, και όντας ο βασικός εκπρόσωπος της βουκολικής ποίησης, ενέταξε τον Κύκλωπα της Οδύσσειας, στη δική του θεματολογία και ύφος, τροποποιώντας αναλόγως και τα χαρακτηριστικά του.
Η περιγραφή του Πολύφημου στην Οδύσσεια, αφορά ένα υπερφυσικά μεγάλο και ανελέητο πλάσμα, που προκαλεί δέος και τρόμο σε όποιον το αντικρίζει.
Υπερόπτης, και με ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση, αψηφά ακόμη και την επίκληση του θελήματος των θεών, και ειρωνευόμενος αρνείται τη φιλοξενία στους επισκέπτες του που ικετεύουν γι’ αυτήν, ενώ αποφασιστικά, χωρίς ενδοιασμούς και με απίστευτη βιαιότητα, προκαλεί πανικό, απελπισία και φριχτό θάνατο, σε αρκετούς απ’ τους επισκέπτες του.
Αντιθέτως ο Κύκλωπας του Θεόκριτου, παρουσιάζεται ως ένας ερωτευμένος έφηβος, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, που περιγράφοντας ο ίδιος την εμφάνισή του, προκαλεί μάλλον αισθήματα οίκτου, παρά δέους και φόβου:
Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ᾽ έχω φρύδι τριχωτό σ᾽όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ᾽ το ᾽να μου τ᾽ αυτί και φθάνει ίσα με τ᾽ άλλο κι έχω ένα μάτι μοναχά κάτ᾽ απ᾽ το φρύδι εκείνο, και πέφτ᾽ η μύτη μου πλατιά κατά το στόμ᾽ απάνω.
Μα μ᾽ όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω, κι αρμέγοντάς τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα·και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα κι είναι τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα.
Το αντικείμενο του πόθου του, η Γαλάτεια, όπως αναφέρει ο Όμηρος και ο Ησίοδος, ήταν μια Σικελή θαλάσσια νύμφη, η πιο όμορφη από τις 50 Νηρηίδες, και η ενδεχόμενη φιλοξενία της στη σπηλιά του, αποτελεί διακαή επιθυμία του Πολύφημου, που είναι πρόθυμος να της προσφέρει απλόχερα όλα του τα αγαθά.
Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ᾽έχω χάρισμα σου.
Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα
και πιο γλυκά θενα περνάς τις νύκτες στη σπηλιά μου.
Μπροστά σε τόσα που ᾽χω γω, ποιός με τη θέλησή του θα προτιμά τη θάλασσα την αφροκυματούσα;….Έβγα, Γαλάτεια, στη στεριά και μείνε και ξεχάσου
όπως εδώ ξεχνάω κι εγώ στο σπίτι να γυρίσω.
Έβγα να βόσκεις πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι,
ν᾽ αρμέγεις γάλα και μ᾽ αυτό χλωρό τυρί να πήζεις
μ᾽ εκείνη την τραχιά πυτιά που θενα ρίχνεις μέσα.
Η συνεχής εναλλαγή των συναισθημάτων του, παραπέμπει σε αναποφάσιστη και κυκλοθυμική προσωπικότητα καθώς από παθιασμένος άντρας γίνεται παιδαριώδης έφηβος, και από υπέρμετρα φιλόδοξος γίνεται ένα έρμαιο της μοίρας.
Μένα μου φταίγ᾽ η μάνα μου κι εγώ μαζί της τα ᾽χω, που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα,
ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα. Όμως κι εγώ θενα της πω τάχα πως μ᾽ έχουν πιάσει
σπασμοί στα δυο ποδάρια μου και πόνοι στο κεφάλι, για να την δω να θλίβεται όπως θλιμμένος είμαι{...}Θα βρεις άλλη Γαλάτεια και πιο όμορφη από κείνη.
Πολλές κοπέλες με καλούν να παίζομε τη νύκτα κι όλες αυτές γλυκογελούν αν τις καλοκοιτάξω.
Η περιγραφή των αγροκτηνοτροφικών ενασχολήσεων του Πολύφημου, και η χωροταξική προσέγγιση της σπηλιάς του, σύμφωνα με τον Όμηρο, συμπίπτουν με τις ανάλογες περιγραφές του Θεόκριτου.
Επιπλέον, το θαλερό περιβάλλον που ο Πολύφημος προβάλλει ως θέλγητρο προς στη Γαλάτεια, θυμίζει την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα της σπηλιάς της Καλυψούς της Οδύσσειας.
Και στα δύο έργα, ο Πολύφημος επιζητεί τη βοήθεια των γονιών του προκειμένου να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες του.
Συμπίπτει επίσης η κακή συγκυρία της κατάκλισης του Πολύφημου, καθώς την ώρα του ύπνου του βρήκε την ευκαιρία ο Οδυσσέας να τον τυφλώσει, και ήταν η ίδια ώρα που η Γαλάτεια έβγαινε στη στεριά χωρίς να την αντιληφθεί.
Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τί μ᾽ αποδιώχνεις έτσι σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα,
και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμάμαι και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καημένος
σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει;
Στο ενδέκατο ειδύλλιό του, ο Θεόκριτος, συμπεριλαμβάνει τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης και της τεχνοτροπίας της ελληνιστικής εποχής, απηχώντας τις ανησυχίες και τις αναζητήσεις της. Κάνει χρήση του λογοτεχνικού και μυθολογικού παρελθόντος, ξεκάθαρα ή με υπαινιγμούς, όμως δημιουργώντας τη δική του ποιητική ταυτότητα, εισάγει νέους δρόμους στον ποιητικό λόγο.
Στο ειδύλλιό Κύκλωψ, ο τερατώδης ομηρικός Κύκλωπας Πολύφημος, αποκαθηλώνεται από το μυθικό του βάθρο, προσαρμόζεται στο πλαίσιο της καθημερινότητας της υπαίθρου, και μετατρέπεται σε έναν συνηθισμένο βοσκό με ανθρώπινες αδυναμίες και αισθήματα, που βασανίζεται από τον έρωτά του για μία θαλάσσια νύμφη.
Δεδομένου ότι ο Θεόκριτος εισήγαγε στην ποιητική δημιουργία της εποχής του, τη βουκολική ποίηση, και υπήρξε ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπός της, ήταν επόμενο τα βασικά χαρακτηριστικά της, να καθιερωθούν από τον ίδιο. Πρώτο ειδύλλιο της συλλογής, υπήρξε το Θύρσις ἢ Ὠιδή, το οποίο θεωρείται προγραμματικό, καθώς συνοψίζει τα βασικά χαρακτηριστικά, όλων των βουκολικών ποιημάτων του, που ακολούθησαν.
Το ειδύλλιο αυτό, ξεκινά με εναρκτήριο διάλογο ανάμεσα σε δύο βοσκούς, ακολουθεί ωδή, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος του έργου, και κλείνει με σύντομο επίλογο, που επαναφέρει τον ακροατή στη σκηνή της έναρξης.
Ομοίως στο Κύκλωψ, ο Θεόκριτος, πιστός στον όρο «βουκολιάσθομαι» (τραγουδώ την ζωή των βοσκών), αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματός του, στην ωδή του ποιμένα Πολύφημου, που θα μπορούσε να αποτελεί αυτοτελές ποίημα, συμπλέκοντάς την με την αφηγηματική εισαγωγή που προηγείται, και που αποτελεί την αφορμή της, δημιουργώντας έτσι μία θεατρικότητα.
Ο ποιητής απευθυνόμενος στον γιατρό Νικία, προτείνει ως ανακούφιση για τον πόνο του έρωτα, το γιατρικό της ποίησης και της μουσικής. Ενισχύει την άποψή του, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Κύκλωπα Πολύφημο, ο οποίος εκτονώνει το πάθος του, τραγουδώντας για τον έρωτά του προς την Γαλάτεια, προτάσσοντας παράλληλα διάφορα επιχειρήματα, ώστε να την προσελκύσει.
Νικία, για τον έρωτα βοτάνι δεν είν᾽ άλλο,
μηδέ κανένα γιατρικό παρά τα τραγουδάκια·
αυτά αλαφρώνουν τα δεινά και τους καημούς γλυκαίνουν, φθάνει να νιώθεις να τα βρεις και να τα τραγουδήσεις.
Θαρρώ πώς θα το ξέρεις δα και θα το καλοξέρεις, τι είσαι γιατρός κι αγαπητός και στις εννιά τις Μούσες
Ο Θεόκριτος, δεν προσδίδει τραγικό βάρος στο ποίημα, καθώς αποστασιοποιημένος, παρουσιάζει με ειρωνικό τρόπο, τον ανικανοποίητο έρωτα και την αφέλεια του πρωταγωνιστή του, που αυτοεπαινούμενος, αποτυγχάνει να αναδείξει την αξία του.
Της ωδής του Πολύφημου, που μεταφέρεται στον Νικία, ως συμφραζόμενο της αφήγησης, έπεται συμπερασματικός επίλογος, που καταλήγει στους ισχυρισμούς της έναρξης, δηλαδή πως οι ιατρικές μέθοδοι δεν δύνανται να ανακουφίσουν τον πόνο του έρωτα, όπως το τραγούδι.
Έτσι ο Πολύφημος αυτός τον έρωτα περνούσε
με τα γλυκά τραγούδια του· κι ήταν πιο κερδισμένος
παρά αν ζητούσε γιατρειά ξοδεύοντας χρυσάφι.
Το προγραμματικό θεοκρίτειο ειδύλλιο, διαδραματίζεται στην ύπαιθρο, όπου κυριαρχούν εικόνες του φυσικού περιβάλλοντος, με μνεία στο βουνό της Αίτνας, και αληθοφανείς περιγραφές των καθημερινών ασχολιών των βοσκών, που παίζουν τη σύριγγα και τραγουδούν για το ανεκπλήρωτο ερωτικό πάθος, αλληλοεπαινούμενοι για τις επιδόσεις τους.
Ομοίως στο Κύκλωψ, ο Πολύφημος με τη μουσική του, παρουσιάζει τις εικόνες του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, η οποία βρίσκεται πλησίον της Αίτνας, και με αληθοφανή απόδοση των σκηνών περιγράφει το τοπίο, και τα καθήκοντα της καθημερινότητας του απλού βοσκού.
Στενότερη ακόμα είναι η σύνδεση του Κύκλωψ με το ειδύλλιο του Θεόκριτου Βουκολιασταί:Δαμοίτας και Δάφνις, και ως προς τα βουκολικά χαρακτηριστικά, αλλά κυρίως λόγω του κοινού κεντρικού τους θέματος, δηλαδή τις ερωτοτροπίες Πολύφημου-Γαλάτειας.
Σύμφωνα με το ύφος της ελληνιστικής εποχής, ο Θεόκριτος διατηρεί την έκταση του ποιήματος συντομότερη, σε σχέση με την ποίηση των προγενέστερων λογοτεχνικών περιόδων, ενώ κατά το είθισται των δημιουργών με γνώση της παρελθούσης λογοτεχνικής παραγωγής, αναμιγνύει και αξιοποιεί στοιχεία από διαφορετικά είδη.
Ανατρέχοντας στην επική ποίηση, αντλεί στοιχεία από το έπος, τόσο χρησιμοποιώντας το δακτυλικό εξάμετρο, όσο και επιλέγοντας ως πρωταγωνιστή του έναν ομηρικό ήρωα, που εμμέσως αφηγείται τη λογοτεχνική προέλευσή του, προαναγγέλλοντας ως εικασία την άφιξη ξένων στο νησί, καθώς και την ενδεχόμενη απώλεια του μοναδικού του ματιού.
Κι αν σου φανώ και πιο δασύς απ᾽ όσο πρέπει να ᾽μαι έχω βελανιδόξυλα κι έχω φωτιά στη στάχτη·
κι εγώ για το χατήρι σου μες στη φωτιά θα πέσω κι ας χάσω πια και τη ζωή κι αυτό μου το ᾽να μάτι που άλλο δεν έχω τίποτα γλυκύτερο στον κόσμο {….}
Όμως αν έρθει, κόρη μου, κάποιος καραβοκύρης μαζί με το καράβι του, κολύμπι θενα μάθω
να κολυμπήσω και να ᾽ρθώ στης θάλασσας τα βύθη να δω τί βρίσκεις μέσα εκεί και τί είναι που σ᾽ ευφραίνει.
Ο Θεόκριτος, διατηρώντας μια έμμεση διαλεκτική σχέση με την προγενέστερη λογοτεχνική παράδοση, και κρύβοντας πίσω από τη βουκολική απλότητα, τη λόγια ιδιότητά του, φαίνεται να έχει αντλήσει έμπνευση και από τη λυρική ποίηση, κατά την πλοκή του εγκωμίου της Γαλάτειας, με υπερβολή που παραπέμπει σε στίχους της Σαπφούς.
Πιστός όμως στο νέο λογοτεχνικό ύφος, διαφοροποιείται από το ομηρικό πρότυπο, μέσω της αντιηρωικής θεματικής του ποιήματος, χρησιμοποιώντας μεν το γνωστό μυθικό πρόσωπο της Οδύσσειας, καθώς και δύο επιπλέον μυθολογικά πρόσωπα που εμπεριέχονταν στα έργα του Ομήρου (Νηρηίδα Γαλάτεια, και νύμφη Θόωσα-μητέρα του Πολύφημου), όμως δεν αναφέρεται σε βασιλείς και ένδοξες ηρωικές πράξεις, παρά μονάχα στην ευάλωτη πλευρά ενός δύσμορφου βοσκού, που ακόμα και για τον απελπισμένο έρωτά του, επικαλείται τη χαρά που αντλεί μέσα από τις καθημερινές του δραστηριότητες.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Β. Βερτουδάκης, Ε Ηλιάδου κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Μικρός Απόπλους (https://www.mikrosapoplous.gr)
Πύλη γα την Ελληνική Γλώσσα (http://www.greek-language.gr)
Α. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Αγ. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη 2015.
Ολόκληρο το 11ο ειδύλλιο του Θεοκρίτου μπορεί να ανακτηθεί στο: http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=140&page=26